Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Η ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ

11. ΜΙΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
ΜΠΕΛΛΑ
Ένιωθα τόσο ήρεμη στην αγκαλιά του Έντουαρντ τα σημερινά γεγονότα με είχαν  ταράξει  πάρα πολύ όμως μετά από την συζήτηση που είχαμε ένιωθα ήρεμη. Συνειδητοποίησα ότι τελικά είχε δίκιο και δεν θα έπρεπε να δίνω βάση στα λόγια τρίτων αν εγω νιώθω σίγουρη για τον εαυτό μου. Άλλωστε εγώ δεν έκανα τίποτα κακό στον Χάρη σε αντίθεση με εκείνον που μόνο αυτό ήξερε να κάνει.
-          τι σκέφτεσαι μικρή μου?
-          Όλα όσα συζητήσαμε και για άλλη μια φορά διαπιστώνω πόσο δίκιο είχες.
-          Χαίρομαι δεν θέλω να σε ξανά δω σε αυτή την κατάσταση.
-          Εντάξει μην ανησυχείς. Θα σε δω το βραδάκι ?
-          Όχι σήμερα δεν γίνεται δουλεύω το βράδυ στο εστιατόριο.
-          Α! κρίμα.
-          Δεν μπορώ να το αλλάξω με χρειάζονται μικρή μου.
-          Όχι δεν είπα κάτι τέτοιο να πας και θα τα πούμε αύριο.
-          Θα σε πάρω το βράδυ όταν γυρίσω σπίτι.
-          Εντάξει πρέπει να γυρίσω σπίτι όμως τώρα οι δικοί μου θα ανησυχούν  θα τα πούμε φιλάκια.
-          Ε! που πας..
-          Σπίτι γιατί τι συμβαίνει?
-          Ξέχασες κάτι.
-     χαχα
 Τον πλησίασα του έδωσα ένα τρυφερό φιλί και γύρισα να φύγω   αλλά εκείνος με τράβηξε και με  κόλλησε πάνω στο  σώμα  του. Τα χείλη του έκαιγαν τα δικά μου  και βαθαίνοντας  το φιλί μας, με διεκδικούσε με πάθος και εγώ ανταποκρινόμουν σε κάθε του κίνηση. Σταματήσαμε και οι δύο όταν νιώσαμε τον αέρα να εξαντλείτε.
-           Μπέλλα μου πήγαινε καλύτερα.
-          Ναι πάω, τα λέμε.
Έφυγα από κοντά του και κίνησα για το σπίτι γύρισα το κεφάλι μου για να τον αντικρίσω για άλλη μια φορά και τον είδα να κάθεται στο παγκάκι και να καπνίζει. Έκανα πιο γρήγορο τον βηματισμό μου για να μην υποκύψω στην παρόρμηση μου να τρέξω πίσω και να χωθώ ξανά στην αγκαλιά του. Φτάνοντας στο σπίτι στάθηκα λίγο έξω από την πόρτα για να ηρεμήσω τους άρρυθμους χτύπους της καρδιάς μου. Το  τελευταίο φιλί που μου έδωσε με άφησε ξέπνοη. Ήταν υπέροχο ακόμα ένιωθα τα χείλη του στα δικά μου το άρωμα που ανέδυε το σώμα του τα χέρια του να αγκαλιάζουν το σώμα μου. Έκλεισα τα μάτια μου κάνοντας μεγάλες προσπάθειες να μην τον σκέφτομαι και αφού ηρέμησα γύρισα το κλειδί και μπήκα στο σπίτι. Πήγα στο δωμάτιο μου, άφησα την τσάντα μου και αφού έπλυνα τα χέρια μου κάθισα στο τραπέζι.
-          καλώς την άργησες Μπέλλα μου που ήσουν?
-          Έπιασα την κουβέντα με την Τζέσικα μαμά και ξεχάστηκα.
-          Αχ βρε Μπέλλα.
Μου έδωσε το πιάτο μου και κάτσαμε όλοι μαζί να φάμε.
-          πως πήγε η πρώτη μέρα κορίτσια.?
-          Καλά μαμά είπαμε και οι δύο.
-          Ωραία σήμερα ξέχασα να σας πω είμαστε καλεσμένοι στην εκδήλωση του σχολείου της Αλίς.
-          Και που θα γίνει αυτή η εκδήλωση μαμά?
-          Στο εστιατόριο της φίλης σου της Κάτιας.
-          Τι? Αλήθεια?
-          Ναι είναι για καλό σκοπό θα μαζέψουν χρήματα για να φτιάξουν βιβλιοθήκη στο σχολείο.
-          Μα μαμά εγω δεν θέλω να έρθω στο είπα εκατό φορές.
-          Αλίς σε παρακαλώ όλοι θα πάμε και αν θέλετε μπορείτε να προσκαλέσετε από μια φίλη σας μας περισσεύουν δύο προσκλήσεις.
-          Εντάξει εγώ θα πω στην Τζέσικα να έρθει μαζί μας.
-          Καλώς αγάπη μου στις οχτώ να είστε έτοιμες για να φύγουμε.
-          Οκ πάω να της το πω.
Μπήκα γρήγορα μέσα στο δωμάτιο μου κλείνοντας την πόρτα πίσω μου και έψαξα να βρω το κινητό μου. Το έπιασα στο χέρι μου και αφού βρήκα το όνομα του Έντουαρντ τον κάλεσα.
-          έλα μικρή μου τι κάνεις?
-          Καλά είμαι εσύ? Που είσαι? Ακούω πάρα πολύ θόρυβο.
-          Φυσικά με πέντε αδέρφια μέσα στο σπίτι δεν υπήρχε περίπτωση να άκουγες τίποτα άλλο.
-          Α! οκ μάντεψε.
-          Τι έγινε?
-          Σήμερα θα είμαι στο μαγαζί της Κάτιας είμαστε καλεσμένοι στην εκδήλωση.
-          Αλήθεια πολύ χαίρομαι που θα σε δω έστω και από μακριά.
-          Και εγω πολύ λοιπόν τα λέμε το βράδυ σε φιλώ.
-          Φιλάκια.
Αφού τερμάτισα την κλήση πήρα την Τζέσικα και αφού της είπα όλα όσα έγιναν της ζήτησα να έρθει μαζί μου το βράδυ και δέχτηκε.
-          στις οχτώ να είσαι έτοιμη θα περάσουμε να σε πάρουμε είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.  Η ώρα είχε ήδη πάει έξι και έτσι σιγά σιγά άρχισα να ετοιμάζομαι.
Έκανα ένα χαλαρωτικό μπάνιο και έβγαλα από την ντουλάπα μου το αγαπημένο μου φόρεμα, ήταν κόκκινο σε στενή γραμμή και ενώ ήταν όλο κλειστό μπροστά άφηνε όλη την πλάτη ανοιχτή. Το άφησα στο κρεβάτι και άρχισα να κάνω τα μαλλιά μου σγουρά αφού τελείωσα ντύθηκα και την ώρα που περνούσα το ρουζ στα μάγουλα  μου άκουσα την μητέρα μου να με φωνάζει.
-          Μπέλλα γλυκιά μου τελειώνεις? Μόνο εσένα περιμένουμε.
-          Όπως πάντα μουρμούρισα – έρχομαι μαμά.
Έβαλα λίγο άρωμα, πήρα την τσάντα μου και κατέβηκα κάτω. Μπήκα στο αυτοκίνητο και πήρα την Τζέσικα τηλέφωνο να την ενημερώσω ότι ερχόμαστε. Σε λίγα λεπτά φτάσαμε σπίτι της και αφού κατέβηκε τα σκαλοπάτια άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα και ξεκινήσαμε.
-          γεια σας.
-          Γεια σου Τζέσικα, πως είσαι?
-          Καλά εσείς?
-          Μια χαρά γλυκιά μου.
Η διαδρομή δεν ήταν μεγάλη το μαγαζί ήταν αρκετά κοντά έτσι σε λίγα λεπτά παρκάραμε στο παρκινγκ και τρέξαμε μέσα στο μαγαζί γιατί έβρεχε καταρρακτωδώς. Το μαγαζί ήταν αρκετά μεγάλο στα χρώματα του καφέ και του απαλού κίτρινου, ένα μεγαλοπρεπές τζάκι ήταν αναμμένο στην γωνία ζεσταίνοντας τον χώρο αλλά και προσφέροντας ένα εκπληκτικό θέαμα καθώς οι πράσινες φλόγες έγλυφαν τα ξύλα καίγοντας τα. Τα τραπεζάκια είχαν τοποθετηθεί έτσι ώστε να υπάρξει χώρος για την ορχήστρα. Κάτσαμε στο τραπέζι με τον αριθμό τέσσερα όπου βρίσκονταν κάποιοι οικογενειακοί μας φίλοι. Εγώ  κάθισα δίπλα στην Τζέσικα και κοιτούσα τον χώρο στην πραγματικότητα έψαχνα  τον Έντουαρντ, ώσπου τον είδα πίσω από τον πάγκο να μιλάει με την μαμά της Κάτιας. Όταν τελειώσανε την κουβέντα τους πήρε τον δίσκο με τα ποτά και άρχισε να σερβίρει σε ένα τραπέζι στο βάθος. Τον παρατηρούσα προσεχτικά και ένιωσα την αναπνοή μου να κόβεται ήταν τόσο όμορφος. Φορούσε ένα μαύρο παντελόνι και ένα άσπρο πουκάμισο ήταν πολύ γοητευτικός. Κάποια στιγμή ένιωσα ένα σκούντημα και κοίταξα έντονα την Τζέσικα.
- τι συμβαίνει?
- μην καρφώνεσαι.
- έχεις δίκιο πες κανένα νέο να ξεχαστώ.
Έτσι αρχίσαμε να συζητάμε για διάφορα θέματα ενώ εγω σταδιακά έριχνα κλεφτές ματιές στον Έντουαρντ. Κάποια στιγμή ήρθε και στο δικό μας τραπέζι και αφου μας προσέφερε τα ποτά μας πήρε παραγγελιά. Στεκόταν λίγο πιο πέρα από την καρέκλα μου αλλά εγώ δεν τον κοίταξα ούτε για ένα λεπτο ένιωθα ότι αν σηκώσω τα μάτια μου το βλέμμα μου θα με προδώσει. Έτσι συνέχισα να μιλάω με την Τζέσικα παριστάνοντας ότι δεν συμβαίνει τίποτα μέχρι που έφυγε πηγαίνοντας στην κουζίνα. Πήρα μια βαθιά ανάσα νιώθοντας ανακούφιση που όλα πήγαν μια χαρά και ρώτησα την Τζέσικα για τον Τζέιμς.
-          μιλήσατε καθόλου μετά από την χτεσινή βραδιά?
-          Ναι με πήρε τηλέφωνο το πρωί μου ευχήθηκε καλή αρχή και είπαμε να πάμε αύριο το απόγευμα για καφέ.
-          Εκείνος το πρότεινε?
-          Ναι και ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω είμαι πολύ χαρούμενη μακάρι να πάνε όλα καλά .
-          Στο εύχομαι μικρή μου
-          Μπέλλα για κοίτα διακριτικά στο βάθος και προσπάθησε να κρατήσεις την ψυχραιμία σου.
-          Τι συμβαίνει?
-          Κοίτα.
Έστρεψα το βλέμμα μου εκεί που μου υπέδειξε η Τζέσικα και ένιωσα το αίμα να παγώνει στις φλέβες μου. Η μητέρα μου ως υπεύθυνη της οργάνωσης είχε σταματήσει τον Έντουαρντ ο οποίος κρατούσε ένα δίσκο με φαγητά και έδειχνε προς το μέρος μου.
-          Τζέσικα τι γίνεται? Γιατι με δείχνει?
-          Δεν έχω ιδέα ψυχραιμία όμως.
-          Καλά καλά.
Παρατηρούσα τον Έντουαρντ προσεχτικά όταν έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του και άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου. Άφησε το πιάτο μπροστά μου και μου ευχήθηκε καλή όρεξη.
-          ευχαριστώ μουρμούρισα.     
Άρχισα να σκαλίζω το φαγητό μου ανόρεξα όλη η καλή διάθεση που είχα είχε  εξαφανιστεί το μόνο που σκεφτόμουν ήταν τι είπαν η μαμά μου με τον Έντουαρντ και κυρίως γιατί με έδειχνε. Έβγαλα το κινητό μου από την τσάντα μου και πληκτρολόγησα ένα μήνυμα.
<< τι είπατε με την μαμά μου? Έγινε κάτι κακό?>> κοίταξα ξανά την οθόνη και αφού το έδειξα και στην Τζέσικα πάτησα αποφασιστικά το πλήκτρο πριν το μετανιώσω. Ελπίζω να το έβλεπε γρήγορα και να μου απαντούσε. Στράφηκα στην Τζέσικα για άλλη μια φορά ώστε να ξεχαστώ μέχρι που παρατήρησε η μαμά μου ότι δεν είχα αγγίξει σχεδόν καθόλου το φαγητό μου και άρχισε να μου κάνει παρατηρήσεις.
-          Μπέλλα δεν έχεις φάει σχεδόν καθόλου άντε γλυκιά μου φάε.
-          Καλά μαμά θα φάω άσε με.
-          Αφού το ζήτησες φρόντισε να το φας όλο άντε.
-          ουφ καλά είπα.
Τότε άκουσα τον ήχο του κινητού μου ,βιαστικά το έβγαλα από την τσέπη μου και διάβασα το μήνυμα που μου είχε έρθει.
<< δεν έγινε τίποτα κακό θα σου εξηγήσω από κοντά φάε όλο σου το φαγητό και  συνάντησε με στην πίσω αυλή σε 25 λεπτά.>>  το έδειξα διακριτικά στην Τζέσικα και εκείνη μου έγνεψε. Άρχισα να τρώω το φαγητό μου σιγά σιγά και αφού τελείωσα πήρα το σακάκι μου ενημέρωσα την μαμά μου και βγήκαμε έξω. Άφησα την Τζέσικα για λίγο με μία γνωστή της και πήγα να βρω τον Έντουαρντ.
-          Έντουαρντ που είσαι?
Ένιωσα το χέρι του να αγκαλιάζει την μέση μου και μου έδωσε ένα φιλί στο λαιμό – εδώ είμαι αγάπη μου.
-          καλώς τον σερβιτόρο λέγε τώρα τι έγινε.
-          Α! ναι την παραγγελιάς σου θυμάσαι ότι η μητέρα σου την είπε στην μαμά της Κάτιας.
-          Ναι και?
-          Εκείνη πάνω στην σύγχυση το ξέχασε και μου το είπε πολύ αργότερα όταν το φαγητό σου ετοιμάστηκε η μητέρα σου απλά με βοήθησε λίγο.
-          Δηλαδή?
-          Με ρώτησε αν αυτό πάει στο τραπέζι με τον αριθμό τέσσερα και όταν της το επιβεβαίωσα εκείνη έδειξε εσένα με το χέρι της γιατί νόμιζε ότι δεν σε γνώριζα.
-          Πλάκα μου κάνεις?
-          Όχι καθόλου δηλαδή έχει πλήρη μεσάνυχτα.
-          Φυσικά.
-          Υπέροχα είπα και τον φίλησα τρυφερά στα χείλη.
-          Λοιπόν μικρή μου εσυ θα κρυώσεις και εγώ έχω δουλειά ακόμα μην ξεχνιόμαστε απλά σε φώναξα γιατί ήθελα τόσο πολύ να γευτώ αυτά τα χείλη και για να σου πω τι έγινε.
-          Οκ τα λέμε αύριο τον φίλησα τρυφερά στο λαιμό και πήγα να βρω την Τζέσικα. Μιλούσε με μια φίλη μας και άρχισα να συμμετέχω και εγω στην συζήτηση τους. Η νύχτα πέρασε ομαλά χωρίς άλλα απρόοπτα ευτυχώς και όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε κοίταξα τον Έντουαρντ και  διαβάζοντας τα χείλη του μου είπαν ‘’ θα σε σκέφτομαι’’. Χαμογέλασα αχνά και βγήκα έξω χωρίς να γίνω αντιληπτή από τους γονείς μου που εκείνη την στιγμή αποχαιρετούσαν κάτι φίλους. Φτάνοντας στο σπίτι καληνύχτισα τους γονείς μου και κάθισα στο δωμάτιο μου. Είχα ανάγκη να μείνω λίγο μόνη η βραδιά ήταν γεμάτη εκπλήξεις και ήθελα να ηρεμήσω. Βγήκα έξω στο μπαλκόνι παίρνοντας το ημερολόγιο μου μαζί. Έγραφα σπάνια καθώς το έκανα μόνο όταν το είχα πολύ ανάγκη και αυτή ήταν μια από αυτές τις στιγμές.  Κάθισα στην καρέκλα ,έπιασα το μολύβι στα χέρια μου και άφησα όλα τα συναισθήματα που με κατέκλυζαν να αποτυπωθούν στο χαρτί και να με αποδεσμεύσουν από το βάρος που ένιωθα. 
‘’ Για ένα πράγμα ήμουν σίγουρη ήμουν απόλυτα και αμετάκλητα ερωτευμένη μαζί του.’’

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου